τρυπήματα

τρυπήματα
τρύπημα
that which is bored
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Сиринга — (σύριγξ) у древних греков музыкальный инструмент (свирель), считавшийся принадлежностью аркадского бога Пана и вместе с тем греческих пастухов. Римляне называли С. fistula, calamus, arundo. С. делалась следующим образом. Брали 7 (иногда 8 и 9)… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • КЛЕПСИДРА —    • Clepsўdra,          κλεψύδρα, водяные часы, пустой шар (κωδία) с шейкой (αυλός), затыкаемой пробкою (πω̃μα), для наполнения его водой и с несколькими небольшими отверстиями (τρυπήματα), которые образовывали цедилки (ηθμός) и сквозь которые …   Реальный словарь классических древностей

  • BOMBYX — genus tibiae, quod fieri solebat ex illo auletici calami genere, in lacu Orchomenio, quod inde Βομβυκίας vocabatur: illi Ζδγίτης opponebatur, quo de infra. Et quidem calamus, ut πρὸς ζδγοπο̈ίαν aptus esset, crassior evadere debebat, inundatione… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • διωξικέλευθος — διωξικέλευθος, ον (Α) φρ. «κέντρα διωξικέλευθα» τρυπήματα με βουκέντρα που αναγκάζουν το ζώο να τρέξει. [ΕΤΥΜΟΛ. < (θ.) διωξι (< διώκω) + κέλευθος. Η λ. ανήκει στην κατηγορία τών αρχαίων συνθέτων που, ακολουθώντας κατά τη σύνθεση έναν… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • βελονιά — η 1. η απόσταση ανάμεσα σε δύο τρυπήματα που γίνονται με βελόνα: Έραψε το ρούχο του με βελονιές που φαίνονταν. 2. το είδος της βελονιάς που χρησιμοποιείται στο κέντημα: Αυτό το σεντόνι είναι κεντημένο με σταυρωτή βελονιά. 3. το τρύπημα με βελόνα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δαχτυλήθρα — η μικρή, μεταλλική ή κοκάλινη θήκη που καλύπτει το δάχτυλο και το προστατεύει από τα τρυπήματα στο ράψιμο: Δε ράβω ποτέ χωρίς δαχτυλήθρα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”